- γηροκομικός
- γηροκομ-ικός, ή, όν,A belonging to γηροκομία, Gal.6.330.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γηροκομικός — γηροκομικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γηροκομία … Dictionary of Greek
γηροκομικόν — γηροκομικός belonging to masc acc sg γηροκομικός belonging to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροκομικοί — γηροκομικός belonging to masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροκομικωτάτη — γηροκομικός belonging to fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροκομικήν — γηροκομικός belonging to fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροκομικῷ — γηροκομικός belonging to masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)